ἰλυώδεις

ἰλυώδεις
ἰλυώδης
muddy
masc/fem acc pl
ἰλυώδης
muddy
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγκρόβιος — α, ο, θηλ. και ος φρ. «μαγκρόβια διάπλαση» ή «μαγκρόβιος διάπλαση» (φυτογεωγρ.) φυτική διάπλαση που είναι χαρακτηριστική τών αβαθών παραθαλάσσιων περιοχών και αποικίζει τις ιλυώδεις αποθέσεις τών ποταμόκολπων και λιμνοθαλασσών τής τροπικής ζώνης …   Dictionary of Greek

  • πριαπουλοειδή — Ομάδα θαλάσσιων ζώων, που εντάσσεται στην τάξη των πολύχαιτων σκουληκιών. Μερικοί όμως εντομολόγοι τα εντάσσουν σε ιδιαίτερη τάξη. Τα π., που κατοικούν στις ψυχρές θάλασσες, έχουν πολύ δυνατά δόντια. Το σπουδαιότερο γένος του είδους είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”